αλατοποιός
Смотреть что такое "αλατοποιός" в других словарях:
αλατοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει αλάτι σε αλυκές, ο αλατοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιία, αλατοποιώ] … Dictionary of Greek
αλατοποιώ — [αλατοποιός] 1. μετατρέπω, με εξάτμιση, το θαλάσσιο νερό σε αλάτι 2. μέσ. είμαι πρόσφορος σε αλατοποίηση … Dictionary of Greek
αλαιοποιία — η [αλατοποιός] παρασκευή αλατιού σε αλυκές, αλατοπηγία … Dictionary of Greek